ἐλάτης
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ἐλάτου, ὁ, =
A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37.
II epithet of Poseidon at Athens, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
•como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).
German (Pape)
[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.
Greek Monolingual
ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.