ἀρωματοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτοφόρος Medium diacritics: ἀρωματοφόρος Low diacritics: αρωματοφόρος Capitals: ΑΡΩΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: arōmatophóros Transliteration B: arōmatophoros Transliteration C: aromatoforos Beta Code: a)rwmatofo/ros

English (LSJ)

ἀρωματοφόρον,
A spice-bearing, (γῆ) Str.1.2.32; Ἀραβία Dsc.1.13, cf. Plu.Alex.25, Luc.Macr.17.
2 Subst. ἀρωματοφόρος, ὁ, servant in charge of spices, J.AJ17.8.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 productor de aromas o perfumes, Ἀραβία Dsc.1.13
subst. ἡ ἀ. de Arabia y el próximo Oriente, Str.1.2.32, Plu.Alex.25, 2.179c, Luc.Macr.17.
2 portador de aromas, turiferario en cortejos fúnebres, I.BI 1.673, AI 17.199.

German (Pape)

[Seite 368] Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des aromates.
Étymologie: ἄρωμα, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωματοφόρος: дающий ароматические растения (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματοφόρος: -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει άρωμα
αρχ.
(για χώρα)
1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά
2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.