διαφωνία

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφωνία Medium diacritics: διαφωνία Low diacritics: διαφωνία Capitals: ΔΙΑΦΩΝΙΑ
Transliteration A: diaphōnía Transliteration B: diaphōnia Transliteration C: diafonia Beta Code: diafwni/a

English (LSJ)

ἡ, discord, disagreement, Pl.Lg.689a, 691a, Str.2.1.7, Plu.2.861a, etc.; δ. πρὸς ἑαυτόν inconsistency, Phld. Po.994.4; especially in Music, discord, Bacch.Harm.59, prob. in Cleonid. Harm.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, divergencia c. gen. subjet. y πρός c. ac. λύπης τε καὶ ἡδονῆς πρὸς τὴν κατὰ λόγον δόξαν Pl.Lg.689a, sólo c. gen. τῶν συγγραφέων D.S.2.34, sin gen. πρὸς ἀλλήλους I.Ap.1.23, Eus.PE 1.7.16, c. περί y gen. περὶ τοῦ ἀριθμοῦ Plb.34.1.18, cf. D.S.1.25, περὶ τῆς εὑρέσεως αὐτῶν Ach.Tat.Intr.Arat.1, cf. 17, πρὸς Μεγασθένη περὶ τοῦ μήκους Str.2.1.7, sin rég., Pl.Lg.691a, D.H.1.89, Str.2.1.7, 8, δ. καὶ ἔρις Max.Tyr.30.1
περὶ τῆς ἀνατομικῆς διαφωνίας tít. de una obra de Galeno, Gal.2.182
como concepto de la fil. estoica discrepancia, existencia de diferentes explicaciones que conlleva necesariamente el escepticismo, Plu.2.1123e, D.L.7.129, 9.88
contradicción, incoherencia c. gen. y πρός c. ac. δ. τοῦ νῦν πρὸς τὸ σύγγραμμα entre su vida actual y el escrito Luc.Apol.1, sin gen. πρὸς ἑαυτόν Phld.Po.A 4.11, abs., Plu.2.861a, S.E.P.1.26.
2 diferencia c. gen. obj. τοῦ μήκους Str.2.1.25, abs. τὸ ... πρᾶγμα παμπόλλην ἔχει τὴν διαφωνίαν Luc.Apol.11
esp. diferencia de lengua op. ὁμοφωνία D.H.1.29.
3 mús. disonancia Aristox.Harm.25.7, Plu.2.1131f, Cleonid.Harm.5, Bacch.59, Isid.Etym.3.20.3
fig. τῆς πειθαρχίας Pythag.Ep.7.5.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, Mißton, Verschiedenheit, Plat. Legg. III, 689 a u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

διαφωνία:разногласие, расхождение Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφωνία: ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 689Α, 691Α· διαφώνημα, Τζέτζ.

Greek Monolingual

η (Α διαφωνία, Μ και διαφώνησις)
1. έλλειψη συμφωνίας, παραφωνία
2. διάσταση γνωμών, διχογνωμία
αρχ.
1. (για λόγο) παράλογη σύνθεση, αντίφαση
2. (για πρόσωπα) ανακολουθία (π.χ. λόγων-πράξεων).

English (Woodhouse)

clashing, disagreement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)