κατάκαρπος

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκαρπος Medium diacritics: κατάκαρπος Low diacritics: κατάκαρπος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: katákarpos Transliteration B: katakarpos Transliteration C: katakarpos Beta Code: kata/karpos

English (LSJ)

κατάκαρπον, fruitful, Aristodem. ap. Ath.11.495f, LXX Ho.14.7. Adv. κατακάρπως = abundantly, κ. κατοικηθήσεται Ἱερουσαλήμ ib.Za.2.4(8).

German (Pape)

[Seite 1352] mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκαρπος: -ον, καρποφόρος, κλάδος κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. ἐλαία, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ πλούσιος. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).

Greek Monolingual

κατάκαρπος, -ον (AM)
γεμάτος καρπούς.
επίρρ...
κατακάρπως
άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. έγκαρπος, επίκαρπος].