καθορίζω

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθορίζω Medium diacritics: καθορίζω Low diacritics: καθορίζω Capitals: ΚΑΘΟΡΙΖΩ
Transliteration A: kathorízō Transliteration B: kathorizō Transliteration C: kathorizo Beta Code: kaqori/zw

English (LSJ)

determine, τὰς αἰτίας τινός Phld.D.1.14; bound, define, Hsch.:—Med., lay claim to, τόπους Sammelb.5240.9 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1281] reinigen, LXX. u. N. T. begränzen, bestimmen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καθορίζω: ὡς καὶ νῦν, «ὁρίζω» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καθορίζω)
ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)
νεοελλ.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
αρχ.
μέσ. καθορίζομαι
πάπ. εγείρω αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁρίζω (< ὅρος)].