σκόπιμος

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόπιμος Medium diacritics: σκόπιμος Low diacritics: σκόπιμος Capitals: ΣΚΟΠΙΜΟΣ
Transliteration A: skópimos Transliteration B: skopimos Transliteration C: skopimos Beta Code: sko/pimos

English (LSJ)

σκόπιμον, (σκοπός ΙΙ) suitable to a purpose, Iamb.Comm. Math.7, Procl. in Alc.p.9 C., in Prm.p.487 S., Simp. in Ph.882.2 (all Sup.).

German (Pape)

[Seite 903] zum Ziele gehörig, zum Ziele führend, dah. zweckmäßig, τέλος σκοπιμώτατον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκόπιμος: -ον, (σκοπὸς) ὁ ἁρμόδιος πρός τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).