φιλυρέα

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλυρέα Medium diacritics: φιλυρέα Low diacritics: φιλυρέα Capitals: ΦΙΛΥΡΕΑ
Transliteration A: philyréa Transliteration B: philyrea Transliteration C: filyrea Beta Code: filure/a

English (LSJ)

ἡ, mock privet, Phillyrea media, Thphr. HP 1.9.3; but φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλῠρέα: ἡ, εἶδος θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως φιλλυρέα. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.

Greek Monolingual

και φιλλυρέα, η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας
αρχ.
1. είδος θάμνου, η φυλίκη
2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. του τ. φιλύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκέα). Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].