ἐπικεράννυμι

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικεράννῡμι Medium diacritics: ἐπικεράννυμι Low diacritics: επικεράννυμι Capitals: ΕΠΙΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikeránnymi Transliteration B: epikerannymi Transliteration C: epikerannymi Beta Code: e)pikera/nnumi

English (LSJ)

mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].

Greek Monotonic

ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαιαναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικεράννῡμι: (inf. aor. ἐπικρῆσαι) примешивать, подмешивать: ἐ. οἶνον Hom. разбавлять вино (водой).

Middle Liddell

fut. -κεράσω aor1 inf. -κρῆσαι [-κρῆσαι epic for -κεράσαι]
to mix in addition, Od.