εὐπήληξ

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπήληξ Medium diacritics: εὐπήληξ Low diacritics: ευπήληξ Capitals: ΕΥΠΗΛΗΞ
Transliteration A: eupḗlēx Transliteration B: eupēlēx Transliteration C: efpiliks Beta Code: eu)ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,
A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.).
2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.

French (Bailly abrégé)

ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.

German (Pape)

ηκος, schön gehelmt, Ἀθηναίη, Leon.Tar. 60 (VI.120).

Russian (Dvoretsky)

εὐπήληξ: ηκος adj. с красивым шлемом (Ἀθηναίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.

Greek Monolingual

εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].

Greek Monotonic

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη περικεφαλαία, σε Ανθ.

Middle Liddell

with beautiful helmet, Anth.