κινδυνευτέον
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
one must venture, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κ. E.Supp.572, cf. IT1022, Plb.4.11.7: Adj. -τέος, α, ον, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κινδυνεύω, δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
Greek Monotonic
κινδῡνευτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen.