ἐπινύμφειος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἐπινύμφειον, bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινύμφειος: (Soph. - v.l. ἐπὶ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.
Greek Monolingual
ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπι-νύμφειος, ον = ἐπινυμφίδιος, Soph.]