παραπύθια

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπύθια Medium diacritics: παραπύθια Low diacritics: παραπύθια Capitals: ΠΑΡΑΠΥΘΙΑ
Transliteration A: parapýthia Transliteration B: parapythia Transliteration C: parapythia Beta Code: parapu/qia

English (LSJ)

[ῡ], τά, Com. word, sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, AP11.129 (Cereal.); cf. παρίσθμια.

German (Pape)

[Seite 496] τά, komisch nach παρίσθμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
obstacle ou contretemps qui empêche de remporter la victoire aux jeux pythiques.
Étymologie: παρά, Πύθια.

Russian (Dvoretsky)

παραπύθια: (ῡ) τά шутл. (по аналогии с παρίσθμια) противопифийская хворь (мешающая победить в Пифийских играх) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύθια: τά, κωμικὴ λέξις, νόσος κωλύσασά τινα νὰ ἀναδειχθῇ νικητὴς κατὰ τὰ Πύθια, Ἀνθ. Π. 11. 129· πρβλ. παρίσθμια.

Greek Monolingual

τά, Μ
ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α)- + Πύθια, κατά το παρ-ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»].

Greek Monotonic

παραπύθια: τά, κωμική λέξη, νόσος η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί νικητής στα Πύθια, σε Ανθ.

Middle Liddell

παρα-πύθια, ων, τά,
Comic word, a sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, Anth.