δυσπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολιόρκητος Medium diacritics: δυσπολιόρκητος Low diacritics: δυσπολιόρκητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspoliórkētos Transliteration B: dyspoliorkētos Transliteration C: dyspoliorkitos Beta Code: duspolio/rkhtos

English (LSJ)

δυσπολιόρκητον, hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολιόρκητος: который трудно осаждать или взять осадой, неприступный (χωρίον Xen.; πολισμάτιον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.

Greek Monotonic

δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσπολιόρκητος, ον
hard to take by siege, Xen.