ἐκτρώγω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
eat up, devour, Ar.V.155, LXX Mi.7.4:—Pass., of a letter in a Ms., Demetr.Lac.Herc.1012.26F.
Spanish (DGE)
1 partir, romper a mordiscos τὴν γλῶσσαν ἐκτρώγων προσέπτυσε τῷ τυράννῳ mordiéndose la lengua hasta partirla se la escupió al tirano Eratosth.Fr.Hist.20
•tb. en v. med. μὴ τὴν βάλανον ἐκτρώξεται que no rompa a mordiscos el cerrojo Ar.V.155.
2 devorar, comer ὡς σὴς ἐκτρώγων como la polilla devoradora LXX Mi.7.4, cf. Gloss.2.293
•roer, mordisquear un fragmento de papiro, en v. pas. ἐκτετρωγμέν[ο] υ τοῦ ἄλφα Demetr.Lac.Herc.1012.41.6.
German (Pape)
[Seite 783] ausfressen, annagen; ἐκτρώξεται βάλανον Ar. Vesp. 155.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐκτρώγω: (fut. ἐκτρώζομαι) поедать (τὴν βάλανον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρώγω: μέλλ. -τρώξομαι, καταβιβρώσκω, Ἀριστοφ. Σφ. 155.
Greek Monolingual
ἐκτρώγω (Α)
καταβροχθίζω, κατατρώγω.
Greek Monotonic
ἐκτρώγω: μέλ. -τρώξομαι, καταβροχθίζω μέχρι τελευταίας μπουκιάς, κατατρώγω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -τρώξομαι
to eat up, devour, Ar.