κοινοπραγία
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἡ, common enterprise, joint action or concerted action, Plb.5.95.2, D.S.11.1, 15.8, Plu.Per.17.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
complot.
Étymologie: κοινοπραγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινοπραγία -ας, ἡ [κοινοπραγέω] gemeenschappelijk belang.
Russian (Dvoretsky)
κοινοπρᾱγία: ἡ совместные действия Polyb., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρᾱγία: ἡ, σύμπραξις, συνωμοσία, Πολύβ. 5. 95, 2, Πλουτ. Περικλ. 17.
Greek Monolingual
η (Α κοινοπραγία) κοινοπραγώ
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).