ἀπόσκηνος

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκηνος Medium diacritics: ἀπόσκηνος Low diacritics: απόσκηνος Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: apóskēnos Transliteration B: aposkēnos Transliteration C: aposkinos Beta Code: a)po/skhnos

English (LSJ)

ἀπόσκηνον, (σκηνή) encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.

Spanish (DGE)

-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.

German (Pape)

[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Gegensatz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκηνος: живущий отдельно Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.

Greek Monolingual

ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.

Greek Monotonic

ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκήνη
encamping apart, messing alone, Xen.