κουφόλιθος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, talc or talc-powder, PHolm.2.21, al., PLeid.X.6, Alex.Aphr.in Mete.161.6, 15, Aët.2.68.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόλῐθος: ὁ, λευκός τις λίθος τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος μετὰ πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ.
Greek Monolingual
ο (Α κουφόλιθος)
σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τον χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II) + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκόλιθος, σχιστόλιθος].
German (Pape)
ὁ, eine Steinart, Alex.Aphrod. zu Arist. Meteor. 4.