ἀπελέκητος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελέκητος Medium diacritics: ἀπελέκητος Low diacritics: απελέκητος Capitals: ΑΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apelékētos Transliteration B: apelekētos Transliteration C: apelekitos Beta Code: a)pele/khtos

English (LSJ)

ἀπελέκητον, unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.

Spanish (DGE)

-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀπελέκητον = sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.

German (Pape)

[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».