παλλακεία

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκεία Medium diacritics: παλλακεία Low diacritics: παλλακεία Capitals: ΠΑΛΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: pallakeía Transliteration B: pallakeia Transliteration C: pallakeia Beta Code: pallakei/a

English (LSJ)

or παλλακία, ἡ, concubinage, Is.3.39 (παλλακίδι codd.), Str. 17.1.46, Peripl.M.Rubr.49.

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, Kebsweiberei, Buhlschaft; Strab. XVII, 816; Ath. XIII, 573 b las so auch bei Dem. 59, 122, wo jetzt θεραπεία steht.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκεία: ἡ, ἡ μετὰ παλλακῆς συνοίκησις, Ἰσαῖ. 41, ἐν τέλ. (τὰ Ἀντίγραφα παλλακίδι Bekk. παλλακίᾳ), Στράβ. 816, πρβλ. Ἀθήν. 573Β.

Greek Monolingual

και παλλακία, η (Α παλλακεία ή παλλακία)
η συμβίωση άνδρα και γυναίκας, χωρίς να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η συμβίωση άνδρα με παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλλακία < παλλακή + κατάλ. -ία. Ο τ. παλλακεία < παλλακεύω].