εὐμετάπειστος
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Gegensatz δύσπειστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.