ἐκπροχέω
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.); πλοκάμους ib.22 (Simm.); ὄσσων δάκρυον IG14.2123.
Spanish (DGE)
1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).
German (Pape)
[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).
French (Bailly abrégé)
épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπροχέω:
1 досл. разливать, перен. раскидывать (χλοεροὺς πλοκάμους Anth.);
2 распевать (ἁδεῖαν ἰαχάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.
Greek Monolingual
ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).
Greek Monotonic
ἐκπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.