ἀτταγήν

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγήν Medium diacritics: ἀτταγήν Low diacritics: ατταγήν Capitals: ΑΤΤΑΓΗΝ
Transliteration A: attagḗn Transliteration B: attagēn Transliteration C: attagin Beta Code: a)ttagh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ, = ἀτταγᾶς, Phoenicid.2.5, Arist.HA617b25, 633b1, Theophrastus Fragmenta 180.

Spanish (DGE)

v. ἀτταγᾶς.

German (Pape)

[Seite 389] ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
francolin (attagen Ionicus), oiseau.
Étymologie: c. ἀτταγᾶς.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰγήν: ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταγήν: ῆνος, ὁ, πτηνὸν κατὰ τὸ φαινόμενον διάφορον τοῦ ἀτταγᾶ, πιθ. εἶδος μελεαγρίδος, tetrao orientalis, Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 26· τάσσεται μετὰ τῶν κονιστικῶν ὀρνίθων, τῶν ὀρνίθων... ὅσοι μὲν μὴ πτητικοί, ἀλλ’ ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν..., φασιανὸς ὁ αὐτ. 9. 50 ἐν τέλει· attagen Ionicus, περιζήτητον λίχνευμα παρὰ Ρωμαίοις, Ὁράτ. Ἐπῳδ. 2. 54, πρβλ. Μαρτιάλιν 13. 61: ― ὑποκορ. ἀτταγηνάριον, τό, Χοιροβ. 1. 43.

Greek Monotonic

ἀτταγήν: -ῆνος, ὁ, πτηνό, πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. attagen Ionicus, σε Οράτ.

Middle Liddell


a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.