παυστήρ

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήρ Medium diacritics: παυστήρ Low diacritics: παυστήρ Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: paustḗr Transliteration B: paustēr Transliteration C: pafstir Beta Code: pausth/r

English (LSJ)

παυστῆρος, ὁ, one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.

German (Pape)

[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.

Russian (Dvoretsky)

παυστήρ: ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].

Greek Monotonic

παυστήρ: -ῆρος, ὁ (παύω), κάποιος που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, νόσου, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.

Middle Liddell

παυστήρ, ῆρος, ὁ, παύω
one who stops, calms, a reliever, νόσου Soph.