ἀπφά
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
or ἄπφα, a term of endearment used by brothers and sisters, also by lovers, Eust.565.23.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἄπφα Eust.565.23
querido término familiar y cariñoso para dirigirse al hermano, hermana o a la amada, Eust.l.c., Sud., AB 441.
• Etimología: Cf. ἄπα.
German (Pape)
[Seite 341] oder ἄπφα, schmeichelnde Anrede, der Geschwister unter einander, auch Verliebter, Suid.
French (Bailly abrégé)
indécl.
c. ἄπφα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπφά: ἢ ἄπφα, θωπευτικὴ προσαγόρευσις κυρίως μεταξὺ ἀδελφῶν, «ὅτι τῶν συγγενικῶν ὀνομάτων τὰ μέν ἐστι κοινὰ πάντων, οἷον πατήρ, μήτηρ, ἀδελφὸς καὶ τὰ ὅμοια· λέγω δὲ ὅτι πᾶς ἂν εἴποι πατέρα τὸν δεῖνα τοῦ δεῖνος, καὶ υἱὸν καὶ ἀδελφόν· τὰ δὲ ἐκ τοῦ προσώπου λέγεται ἰδίως, οἷον ἄπφαν τὴν ἀδελφὴν Ἀττικῶς μόνη ἡ ἀδελφὴ εἴποι ἄν, καὶ πάμπαν τὸν πατέρα μόνος ὁ παῖς… Ἰστέον δὲ ὅτι ἐκ τοῦ ἄπφα γίνεται καὶ τὸ ἄπφιον, ὑποκόρισμα ὄν ἐρωμένης· τινὲς δὲ καὶ τὸ ἄπφα ὑποκόρισμά φασιν Ἀττικόν· ὁ μέν τοι ἀπφὺς παρὰ Θεοκρίτῳ πατρὸς κλῆσις, ἣν βρέφος ἂν προσείποι, πατέρα τὸν ἀφ’ οὗ ἔφυ· τιοῦτον γάρ τι ἡ λέξις ὑποβάλλει νοεῖν» Εὐστ. 565. 23· πρβλ. Σουΐδ. ἴδε λέξεις ἄππα, ἄττα, πάππα, πέττα.
Greek Monolingual
ἀπφά κ. ἄπφα (Α)
θωπευτική προσαγόρευση που χρησιμοποιείται από αδελφούς και αδελφές ή εραστές και ερωμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. υποκοριστικής σημασίας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άττα, άππα, πάππα].