γυναικοκρατέομαι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Pass., to be ruled by women, Arist.Pol.1269b24, D.S.2.45, Plu.2.755c.
Spanish (DGE)
(γῠναικοκρᾰτέομαι)
estar bajo dominio femenino, recibir órdenes de la mujer ἀναγκαῖον ... τιμᾶσθαι τὸν πλοῦτον, ἄλλως τε κἂν τύχωσι γυναικοκρατούμενοι Arist.Pol.1269b24, ἔθνους κρατοῦντος γυναικοκρατουμένου del pueblo de las Amazonas, D.S.2.45, ἐγυναικοκρατοῦντο οἱ Ἀτρεῖδαι D.Chr.61.10, ἡ γὰρ φύσις παρανομεῖται γυναικοκρατουμένη Plu.2.755c, cf. D.C.60.2.4, AP 10.55 (Pall.), Vit.Aesop.G 29, Sch.E.Or.742
•οἱ Γυναικοκρατούμενοι los ginecocratúmenos o gobernados por mujeres pueblo saurómata que se relacionó con las amazonas, Scymn.885, cf. Peripl.M.Eux.46.
German (Pape)
[Seite 510] von Weibern beherrscht werden, Arist. Pol. 2, 9; Pallad. 13 (X, 55).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. part. prés.
être gouverné par les femmes.
Étymologie: γυνή, κρατέω.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικοκρᾰτέομαι: находиться под властью женщин Arst., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκρᾰτέομαι: παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τ ῶν γυναικῶν, Ἀριστ. Πολ. 2.9,7.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικοκρατέομαι [γυνή, κρατέω] door vrouwen geregeerd worden.