δυσφωνία
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἡ, roughness of sound, Demetr.Eloc.48, Poll.2.112, Cat.Cod.Astr.2.167.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 malsonancia δ. συνθέσεως Demetr.Eloc.48, cf. 105, ἐκ τῆς σκοτεινῆς τοῦ μέτρου δυσφωνίας Eutecnius C.Par.8.3, op. καλλιφωνία Poll.2.112, cf. Eust.1570.19.
2 dificultad al hablar Gal.7.59, τὸ σχῆμα ἀφωνίαν ἢ δυσφωνίαν ποιῆσαι Vett.Val.375.29.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Mißton, Mißklang; Demetr. de eloc. 48; Poll. 2, 112.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφωνία: ἡ, τραχύτης φωνῆς, κακοφωνία, Δημήτρ. Φαληρ. 48, Πολυδ. Β΄, 112.
Greek Monolingual
η (AM δυσφωνία)
νεοελλ.
δυσκολία στην εκβολή φωνής από τον λάρυγγα
αρχ.-μσν.
τραχύτητα φωνής, κακοφωνία.