στροβίλη
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.
German (Pape)
[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.
Greek Monolingual
ἡ, Α
μοτός, ξαντό από λινάρι τυλιγμένος σε σχήμα ωοειδές σαν κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ίλη (πρβλ. μαρίλη)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροβίλη -ης, ἡ [στρόβος] een gedraaid stuk linnen (rectaal ingebracht voor de behandeling van fistels). Hp.