ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: ἔξαρμος | Medium diacritics: ἔξαρμος | Low diacritics: έξαρμος | Capitals: ΕΞΑΡΜΟΣ |
Transliteration A: éxarmos | Transliteration B: exarmos | Transliteration C: eksarmos | Beta Code: e)/carmos |
ἔξαρμον, with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.
ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
ἔξαρμος, -ον (Α) αρμός
αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.