ἀσκόπευτος
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ἀσκόπευτον, free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος