συγκτίστης
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
συγκτίστου, ὁ, jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui s'associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
Russian (Dvoretsky)
συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.
Greek (Liddell-Scott)
συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
Middle Liddell
συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.