αἰθριοκοιτέω
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
sleep in the open air, Theoc.8.78, Antyll. ap. Orib. 9.3.8.
Spanish (DGE)
dormir al sereno, al aire libre Theoc.8.78, Stob.4.37.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se coucher ou dormir en plein air.
Étymologie: αἴθριος, κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθριοκοιτέω αἰθρία, κοίτη in de open lucht slapen, onder de blote hemel slapen.
German (Pape)
unter freiem Himmel schlafen, Theocr. 8.78.
Russian (Dvoretsky)
αἰθριοκοιτέω: спать на открытом воздухе Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριοκοιτέω: κοιμῶμαι ἐν ὑπαίθρῳ, Θεόκρ. 8. 78.
Greek Monotonic
αἰθριοκοιτέω: μέλ. -ήσω (κοίτη), κοιμάμαι στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.