ὑπόλιχνος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ὑπόλιχνον, somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.
German (Pape)
[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].
Greek Monotonic
ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.