ἀπαράγραφος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἀπαράγραφον, incapable of definition, ποσότης Plb.16.12.10.
Spanish (DGE)
-ον indefinible ποσότης Plb.16.12.10.
German (Pape)
[Seite 279] unbegrenzt, nicht zu bestimmen, ποσότης Pol. 16, 12.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράγρᾰφος: не определенный, не поддающийся определению (ποσότης Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράγραφος: -ον, ἀπροσδιόριστος, ποσότης Πολύβ. 16. 12, 10.
Greek Monolingual
ἀπαράγραφος, -ον (Α)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος.