γυπάριον
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
τό, Dim. of γύπη, nest, cranny, Ar. Eq. 793.
Spanish (DGE)
(γῡπάριον) -ου, τό
pequeño nido de buitres cóm. fig. agujero, escondrijo τοῦτον (τὸν Δῆμον) ὁρῶν οἰκοῦντ' ἐν ταῖς πιθάκναισιν καὶ γυπαρίοις καὶ πυργιδίοις Ar.Eq.793, cf. Hsch.s.u. γύπας, Sud.
German (Pape)
[Seite 512] τό, dim. zum folgdn, Ar. Equ. 790.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit nid de vautour.
Étymologie: γύπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυπάριον -ου, τό vogelnestje.
Russian (Dvoretsky)
γῡπάριον: τό досл. гнездо коршуна, перен. нора или лачуга (ἐν γυπαρίοις οἰκεῖν Arph.).
Greek Monolingual
γυπάριον, το (Α) γυψ
φωλιά σε σχισμή βράχου.
Greek Monotonic
γῡπάριον: τό, υποκορ. του γύπη, ρωγμή, σχισμή, φωλιά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γῡπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ γύπη, = φωλεός, ὀπή, σχισμάς, Ἀριστ. Ἱππ. 793.