δουπήτωρ
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
-ορος, ὁ, clattering, χαλκός AP4.3b.13 (Agath.).
Spanish (DGE)
-ορος resonante χαλκός AP 4.3b.13 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 662] ορος, ὁ, tosend od. tödtend, χαλκός, Agath. proleg. 59 (IV, 3).
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui fait un bruit sourd.
Étymologie: δουπέω.
Russian (Dvoretsky)
δουπήτωρ: ορος adj. m гудящий, гремящий (χαλκός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δουπήτωρ: -ορος, ὁ ὁ παράγων δοῦπον, κρότον, χαλκὸς, Ἀνθ. Π. 4. 3, 59.
Greek Monolingual
δουπήτωρ, ο (Α)
αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.
Greek Monotonic
δουπήτωρ: -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.