κεφαλοτόμος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
κεφαλοτόμον, cutting off the head, Str. 11.14.14.
German (Pape)
[Seite 1428] den Kopf abschneidend, Strab. XI, 531.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοτόμος: -ον, ἀποκόπτων τὴν κεφαλήν, Στράβ. 531.
Greek Monolingual
κεφαλοτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη-τόμος, υλοτόμος].