ὀξύγοος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὀξύγοον, shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.
Greek Monolingual
ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρόγοος].
Greek Monotonic
ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.