παλιγγέλως
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ωτος, ὁ, mutual mockery, prob. l. in Ph.1.528.
German (Pape)
[Seite 447] ωτος, ὁ, gegenseitiges Verlachen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
παλιγγέλως: -ωτος, ὁ, τὸ ἀμοιβαῖον περιγέλασμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
Greek Monolingual
παλιγγέλως, -ωτος, ὁ (Α)
(πιθ. ανάγν.) αμοιβαίος εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γέλως.