παραπύημα
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
-ατος, τό, suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].