συγκατακλείω
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
Ion. συγκατακληΐω, shut in or enclose with or together, Hdt.1.182, Arist.HA557b4 (both Pass.), Alc.Com.23 (dub. l.); ἄνδρας λέουσι Luc.DMort.14.4: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.Vit. Auct.9:—Dor. συγκατακλαίζω, aor. part. -κλαιχθείς Chron.Lind. D 62.
German (Pape)
[Seite 965] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.
French (Bailly abrégé)
enfermer ensemble ou avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; fig. τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.
Étymologie: σύν, κατακλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατακλείω, Ion. pass. 3 sing. συγκατακληΐεται, mee opsluiten, samen (met...) opsluiten, insluiten; met dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκατακλείω: ион. συγκατακληΐω запирать вместе (τινά τινι Luc.; συγκατακλεῖσθαι ἐν τῷ νηῷ Her.): σ. τινὰ ἀπορία Luc. повергать кого-л. в нищету.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακλείω: Ἰωνικ. -κληίω, κατακλείω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα
κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α κατακλείω
κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο.
Greek Monotonic
συγκατακλείω: Ιων. -κληΐω, μέλ. -κλείσω, κλείνω μέσα ή εσωκλείω μαζί, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -κληίω fut. -κλείσω
to shut in or enclose with or together, Hdt.