ἐξελασία
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἡ,
A driving out cattle, Plb.12.4.10.
II intr., expedition, Ps.-Hdt.Vit.Hom.9.
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, = Folgdm, Pol. 12, 4, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελᾰσία: ἡ pl. выгон скота в поле (ἐξελασίαι καὶ νομαί Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελᾰσία: ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκστρατεία, Ψευδο-Πλουτ. βίος Ὁμ. 9.
Greek Monolingual
ἐξελασία, η (AM) εξελαύνω
μσν.
επίθεση, επιδρομή
αρχ.
1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.)
2. εκστρατεία.