κατασκώπτω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
make jokes upon, τινα Hdt.2.173; mostly in bad sense, jeer, mock, Id.3.37, 151.
German (Pape)
[Seite 1379] fut. κατασκώψομαι, verspotten, τινά, Her. 2, 173. 3, 151.
French (Bailly abrégé)
se moquer de, acc..
Étymologie: κατά, σκώπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκώπτω (be)spotten.
Russian (Dvoretsky)
κατασκώπτω: (fut. κατασκώψομαι) осмеивать, подвергать осмеянию (τινά Her.).
Greek Monolingual
κατασκώπτω (AM)
περιγελώ, εμπαίζω κάποιον.
Greek Monotonic
κατασκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, κάνω αστεία εις βάρος κάποιου, αστειεύομαι, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκώπτω: μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. ἐπισκώπτω), λέγω τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «πειράζω», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, ἐμπαίζω, ὁ αὐτ. 3. 37, 151.