ἐκχαυνόω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
puff up, make vain and arrogant, ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας Alc.51; [πόλιν] ἐκχαυνῶν λόγοις E.Supp.412, cf. Phld.Lib. p.32 O.; ἐ. τὸν πολὺν ὄχλον to make them gape and stare, Hp.Art.42.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. ἐκχαύνωμι
• Morfología: [pres. ind. 2a sg. ἐκ ... χαύνως Alc.359.3 (tm.)]
1 envanecer, engañar αὐτὴν (πόλιν) ... ἐκχαυνῶν λόγοις E.Supp.412, abs. τοῖς ἐκχαυνο[ῦ] σι πάθεσιν Phld.Lib.fr.66.7.
2 dejar boquiabierto, asombrado παίδων ... φρένας Alc.l.c., τὸν πολὺν ὄχλον Hp.Art.42.
German (Pape)
[Seite 787] aufblähen, aufgeblasen, übermütig machen; λόγοις Eur. Suppl. 412; τὸν ὄχλον, den großen Haufen täuschen und für sich gewinnen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
gonfler, càd :
1 rendre vain et hautain;
2 rendre hébété, stupide.
Étymologie: ἐκ, χαυνόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχαυνόω: досл. надувать, перен. делать надменным: ἐ. τινα λόγοις Eur. вскружить кому-л. голову речами.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχαυνόω: μεταίρω, καθιστῶ τινα ἀλαζόνα, πόλιν ἐκχαυνῶν λόγοις Εὐρ. Ἱκ. 412· ἐκχ. τὸν πολὺν ὄχλον, κάμνω αὐτὸν νὰ χάσκῃ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808.
Greek Monotonic
ἐκχαυνόω: μέλ. -ώσω, ξιπάζω, «παραφουσκώνω», κάνω κάποιον ματαιόδοξο και αλαζόνα, σε Ευρ.