λιπαρότης
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A fattiness, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA522a21, cf. PA652a29: in plural, fatty substances, Hp.Prog.12.
II brilliancy, ὀμμάτων Plu.2.670f.
German (Pape)
[Seite 51] ητος, ἡ, das Fettsein, die Fettigkeit; ἐν τῷ γάλακτι, Arist. H. A. 3, 20; Hippocr. u. Sp., auch ὀμμάτων, Glanz, Plut. Symp. 4, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat (des yeux).
Étymologie: λιπαρός.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρότης: -ητος, ἡ, πάχος, παχύτης, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 11, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 1· - ἐν τῷ πληθ., παχεῖαι οὐσίαι, Ἱππ. Προγν. 40. II. λαμπρότης, ὀμμάτων Πλούτ. 2. 670Ε.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρότης: ητος ἡ
1 жирность, маслянистость (ἐν γάλακτι Arst.);
2 блеск (τῶν ὀμμάτων Plut.).