ἀπίμελος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ἀπίμελον, (πιμελή) without fat, not fat, Diocl.Fr.136, Arist.HA 519b8, PA675b11, al.: Comp. ἀπιμελώτερος ib.672a23: Sup. ἀπιμελώτατος HA 520a19.
Spanish (DGE)
-ον
no graso, sin grasa de las membranas animales, Arist.HA 519b8, cf. GA 727a33, PA 675b11.
German (Pape)
[Seite 291] dasselbe, Ath. III, 116 e, Gegensatz πίων; Arist. im comp. ἀπιμελώτερος, H. A. 3. 14. 17.
Russian (Dvoretsky)
ἀπίμελος: (ῑ) лишенный жира, нежирный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίμελος: -ον, (πῑμελὴ) ὁ μὴ ἔχων πιμελήν, ὁ ἄνευ πάχους,
Greek Monolingual
ἀπίμελος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λίπος, ο άπαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πιμελή «λίπος, πάχος»].