ἑλώδης

From LSJ
Revision as of 22:20, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλώδης Medium diacritics: ἑλώδης Low diacritics: ελώδης Capitals: ΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: helṓdēs Transliteration B: helōdēs Transliteration C: elodis Beta Code: e(lw/dhs

English (LSJ)

ἑλῶδες,
A marshy, fenny, ὕδατα Hp.Aër.1; χωρίον Th.7.47, cf. Arist.HA596b3, Onos.8.2 (v.l.); τὰ ἑ. Arist.Pr.910a4.
II frequenting marshes, of the elephant, Id.PA659a2.
III bred in marshes, πυρετός Gal.17(1).889.

Spanish (DGE)

-ες
• Morfología: [gen. -εος Orac.Sib.11.243, plu. nom.-ac. neutr. -εα Hp.Aër.7, gen. -εων Hp.Hum.12]
1 pantanoso, cenagoso χώρη Hp.Aër.15, cf. Arist.Pr.926b13, Plu.Luc.32, Heph.Astr.1.21.34, χωρίον Th.7.47, Hp.Vict.2.38, Arist.HA 596b3, Onas.8.2, Polyaen.2.30.3, Str.8.5.2, Gal.13.44, Aret.SD 1.14.5, τόπος Arist.Mete.352a3, Thphr.CP 2.7.1, Plb.3.80.1, D.S.1.31, Dsc.2.95, Plu.Cim.13, Aristid.Quint.59.12, Eutecnius Th.Par.7.9, πεδίον Arist.Pr.926b4, App.BC 3.66, ἔδαφος Str.12.2.7, Αἴγυπτος Orac.Sib.11.243, γῆ Hdn.Gr.1.130, D.C.62.2.3, ἰσθμός D.C.43.7.2, νῆσοι Ptol.Geog.5.11.6, ὕδατα Hp.Aër.1, 7, λίμνη D.S.3.23, Str.1.3.4, Ptol.Geog.1.17.4, Paus.1.32.7, cf. D.H.1.20, ποταμός Clem.Al.Strom.1.23.151, Orib.Eup.1.32.3, Gp.5.5.2
subst. τὸ ἑλῶδες lugar pantanoso, ciénaga Hp.Aër.13, Arist.Pr.910a4, Thphr.HP 4.9.1, Str.7.1.4, Plu.2.951f.
2 característico o propio de zonas pantanosas ὀδμαί Hp.Hum.12, cf. Ps.Democr.B 300.11, Synes.Ep.114, πυρετός Gal.17(1).889, cf. Orib.1.2.9, ὑγρότης Olymp.in Mete.111.20, τροφή Steph.in Gal.Glauc.143
propio del agua pantanosa τῆς ἑλώδους παχύτητος ἔχει τὸ νᾶμα λεπτότερον I.BI 3.507
subst. τὸ ἑλῶδες lo pantanoso, la humedad excesiva τὸ ἑ. τῆς Ἄλτεως Paus.5.11.10.
3 que habita en zonas pantanosas de anim. ὁ ἐλέφας Arist.PA 659a2.

German (Pape)

[Seite 803] ες, sumpfig; τόποι Arist. H. A. 6, 8; Plut. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἑλώδης:
1 болотистый (τόποι Arst., Plut.): τὰ ἑλώδη Arst. = ἑλώδεις τόποι;
2 живущий в болотистых местах, болотный (ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλώδης: -ες, βαλτώδης, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10. 5· τὰ ἑλ. ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 18, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἕλη, περὶ τοῦ ἐλέφαντος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 3.

Greek Monolingual

-ες (AM ἑλώδης, -ες)
1. ο γεμάτος έλη
2. αυτός που προκαλείται από το έλοςελώδης πυρετός»)
νεοελλ.
1. ελόβιος
2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες
έλος, βαλτότοπος.