ὑδροφορέω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
A carry water, X.An.4.5.9, Arist.HA625b19.
II serve as ὑδροφόρος, CIG2886 (Branchidae), Milet.7.67.
German (Pape)
[Seite 1174] Wasser tragen; Xen. An. 4, 5, 9; Luc. Tim. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter de l'eau.
Étymologie: ὑδροφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροφορέω: носить воду Xen., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφορέω: φέρω ὕδωρ, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 9, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32, Ἀθήν., κλπ. ΙΙ. ὑπηρετῶ ὡς Ὑδροφόρος. Συλλ. Ἐπιγραφ. 2825, § 9.
Greek Monotonic
ὑδροφορέω: μέλ. -ήσω, φέρνω, μεταφέρω νερό, σε Ξεν.