ἐξαναιρέω
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
take out of, πυρός h.Cer.254, cf. A.R.3.867:—Med., ἦ καί σφ' Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο; E.Ion269.
Spanish (DGE)
1 sacar de c. gen. (παῖδα φίλον) ἐξανελοῦσα πυρός h.Cer.254, sin gen. τό ῥ' (φάρμακον) ... ἐξανελοῦσα A.R.3.867.
2 arrasar πάσας τὰς πόλεις ... ἐξανεῖλεν πυρί Alex.Sal.Cruc.M.87.4041A.
3 en v. med. recoger ἦ καί σφ' Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο; E.Io 269.
German (Pape)
[Seite 868] (s. αἱρέω), auf- u. herausnehmen; πυρός, aus dem Feuer, H. h. Cer. 255; sp. D., wie Opp. H. 4, 556; auch med., καί σφ' Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο Eur. Ion 269.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enlever de, gén.;
Moy. ἐξαναιρέομαι, ἐξαναιροῦμαι m. sign.
Étymologie: ἐξ, ἀναιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναιρέω: (aor. 2 ἐξανεῖλον) вынимать, извлекать (τινα πυρός HH; med. τινα γῆθεν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναιρέω: ἐξάγω ἔκ τινος, ἐξανελοῦσα πυρὸς (παῖδα) Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρα 255, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 867. ― Μέσ., ἦ καί σφ’ Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο; Εὐρ. Ἴων 269.
Greek Monotonic
ἐξαναιρέω: βγάζω έξω από, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.· Μέσ., σε Ευρ.
Middle Liddell
to take out of, c. gen., Hhymn.; Mid., Eur.