ἀντιλέων
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
οντος, ὁ, lion-like, formed like ἀντίθεος, Ar.Eq.1044; where, however, it is in fact a pr. n.
German (Pape)
[Seite 254] οντος, löwengleich, Ar. Equ. 1039.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
semblable à un lion.
Étymologie: ἀντί, λέων.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλέων: οντος ὁ (человек), подобный льву Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλέων: ὁ, ὅμοιος λέοντι, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀντίθεος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1044· ἔνθα ὅμως εἶναι πράγματι κύριον ὄνομα.
Greek Monolingual
ἀντιλέων, ο (Α)
όμοιος με λιοντάρι.
Greek Monotonic
ἀντιλέων: ὁ, όμοιος με λιοντάρι, σχημ. όπως το ἀντίθεος, σε Αριστοφ.