Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυτάλαντος

From LSJ
Revision as of 13:15, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "werth" to "wert")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτάλαντος Medium diacritics: πολυτάλαντος Low diacritics: πολυτάλαντος Capitals: ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: polytálantos Transliteration B: polytalantos Transliteration C: polytalantos Beta Code: poluta/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον,
A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e.
2 possessing many talents, οἶκος Luc.Tox.14, cf. Poll.9.54.
3 weighing many talents, λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.BJ7.5.5, cf. Luc.JTr.7.

German (Pape)

[Seite 674] viele Talente schwer, wert; Sp., wie γάμος, μισθός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίθος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pèse ou vaut beaucoup de talents;
2 qui possède beaucoup de talents, opulent.
Étymologie: πολύς, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

πολυτάλαντος:
1 состоящий из многих талантов, т. е. большой, высокий (μισθός Luc.);
2 весьма доходный (ἐπιτροπαὶ καὶ διοικήσεις τῶν ἐπαρχιῶν Plut.);
3 весящий или стоящий много талантов (βρῖθος Luc.);
4 очень богатый (οἶκοι, γάμος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτάλαντος: -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, γάμος, μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία (ὑπὲρ τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, πλούσιος, οἶκος Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυτάλαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος
νεοελλ.
αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων
2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμοςπολυτάλαντος λίθος», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος].

Greek Monotonic

πολῠτάλαντος: -ον (τάλαντον),
1. αυτός που αξίζει πολλά τάλαντα, σε Λουκ.
2. αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά τάλαντα, στον ίδ.

Middle Liddell

πολῠτάλαντος, ον, τάλαντον
1. worth many talents, Luc.
2. possessing many talents, Luc.